Ο Χατζηαβάτης

«Ακούσατε, ακούσατε, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Έλληνες και Οθωμανοί,..». Έτσι χώνεται στη σκηνή, καλώντας τους απανταχού υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ουχί μόνον, ο Χατζηαβάτης, ο τελάλης του Πασά, Ο «άσπονδος» φίλος του Καραγκιόζη έχει τον ακριβώς αντίθετο από αυτόν χαρακτήρα:

Κόλακας και συμβιβασμένος, οσφυοκάμπτης και δειλός, καταρτισμένος για όλα τα γραφειοκρατικά και διοικητικά δρώμενα. Έλληνας πλαγίως βολεμένος και ξεπουλημένος: «Πολυχρονεμένε μου Πασά, ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σας δίνει χρόνια...»

Ποιος θα μπορούσε να είναι σήμερα ο Χατζηαβάτης; Ο δημοσιογράφος φερέφωνο, το κομματόσκυλο που στοχεύει σε κάποια θέση στο Δημόσιο, αυτός πού «ξεσκονίζει» την εξουσία, που στρώνει κόκκινα χαλιά στο πέρασμα κάθε επισήμου...

Ωστόσο είναι αυτός που φέρνει τα νέα στον Καραγκιόζη, ο οποίος στο τέλος καταλήγει να ρίχνει ένα καλό χέρι ξύλο στον «Χατζατζάρη», όπως συνηθίζει να τον αποκαλεί, ή να χορεύει μαζί του το «εξόδιο» άσμα.

Ο Χατζηαβάτης μοιάζει να υπάρχει ως το αρνητικό του Καραγκιόζη. Για να υπερτονίσει τα χαρακτηριστικά του, προβάλλει τα ακριβώς αντίθετα.

Ο Χατζηαβάτης εκπροσωπεί την «κοινή λογική», αποδεικνύοντας ότι «κοινή» δεν σημαίνει απαραίτητα και «ορθή».

Είναι επίσης και εύπιστος, όπως κάθε μέσος νους, γι' αυτό και τελικά ανόητος. «Μα στ' αλήθεια είσαι γιατρός, Καραγκιόζη μου;»

Η φωνή του μακρόσυρτη, με μια γλοιώδη χροιά, εκφράζει τη δουλικότητα του. Τελικά, ο Χατζηαβάτης υπάρχει στη σκηνή χάρη στη μακροθυμία του Καραγκιόζη, κατά τον ίδιο τρόπο που όλοι εμείς ανεχόμαστε κάθε είδος ρουφιάνου κατανοώντας την αδυναμία του, αντί να τον λιθοβολούμε...

Εξαίρεση αποτελεί ο χαραχτήρας του στα ηρωικά έργα, όπου ρισκάρει να κάνει τον πληροφοριοδότη της των επαναστατημένων Ελλήνων, για τα σχέδια των Τούρκων.